- επίπνους
- ἐπίπνους, -ουν (-οος, -οον) (Α)1. ένθεος, εμπνευσμένος, φοιβόληπτος, θεόπνευστος («ἐπίπνους ὄντας καὶ κατεχόμενους ἐκ τοῡ θεοῡ», Πλάτ.)2. (για τόπο) ανεμοδαρμένος, καταπνεόμενος από ανέμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πνους < πνοή < πνέω].
Dictionary of Greek. 2013.